- ἀνωτέρου
- ἀνώτεροςuppermasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
κερατοψίδες — (ceratopsidae). Οικογένεια δεινοσαύρων που έζησαν κατά το κρητιδικό. Τα χερσαία αυτά ερπετά ήταν φυτοφάγα, με 4 σχεδόν ίσια πόδια, ογκώδη κορμό, μήκους 6 8 μ., τεράστιο κεφάλι με ισχυρά κέρατα, κοντό λαιμό και επίσης κοντή ουρά. Τα κυριότερα γένη … Dictionary of Greek
ερκύνια ορεογένεση ή βαρίσκιος — Το σύνολο των πτυχώσεων του φλοιού της Γης οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια του λιθανθρακοπερμίου (παλαιοζωικός αιώνας), σε διάστημα περίπου 200 280 εκατομμυρίων ετών. Ο όρος ερκύνιος είναι γαλλικός, ενώ ο βαρίσκιος γερμανικός. Κατά τον Γερμανό… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μίασις — η (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος σαρκοφάγων θηλαστικών, αντιπροσωπευτικό μιας ομάδας πρωτόγονων σαρκοφάγων, τών μιασιδών, τού κατώτερου και ανώτερου ηωκαίνου στη Βόρεια Αμερική και τού ανώτερου ηωκαίνου στην Ευρώπη και την Ασία … Dictionary of Greek
πλησιοσαύρια — τα, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα θαλάσσιων ερπετών, ο κυριότερος αντιπρόσωπος τής οποίας, το γένος πλησιόσαυρος, ανακαλύφθηκε σε πετρώματα τού ανώτερου τριαδικού κατώτερου ιουρασικού καθώς και τού ανώτερου ιουρασικού, παρουσιάζει ευρεία… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Παλαιοντολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Το μοναδικό μουσείο του είδους του στη χώρα μας ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αι. και μέχρι τη μετεγκατάστασή του το 1981 στην Πανεπιστημιούπολη, στο κτίριο των Θετικών Επιστημών, στεγαζόταν στο κτίριο Κωστή Παλαμά της οδού Ακαδημίας. Η συλλογή… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek